- δέρμασι
- δέρμαskinneut dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φλιδώ — άω, Α 1. είμαι γεμάτος λίπος, υγραίνομαι από το πολύ λίπος, είμαι πλαδαρός 2. διαλύομαι, σαπίζω («τοῑς δέρμασι φλιδᾷ καὶ ρακοῡται», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φλι δ (βλ. λ. φλίω)] … Dictionary of Greek